εφέσιμος

εφέσιμος
-η, -ο (Α ἐφέσιμος, -ον) [έφεσις]
1. αυτός που υπόκειται σε έφεση
2. φρ. «εφέσιμη απόφαση» — η απόφαση που μπορεί να εφεσιβληθεί
αρχ.
προσιτός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐφέσιμος — in which there was the right of fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφέσιμος — η, ο βλ. εφεσίβλητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐφεσίμου — ἐφέσιμος in which there was the right of fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφεσίμους — ἐφέσιμος in which there was the right of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφεσίμων — ἐφέσιμος in which there was the right of fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφέσιμοι — ἐφέσιμος in which there was the right of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφέσιμον — ἐφέσιμος in which there was the right of fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιτήσιμος — η, ο (Α διαιτήσιμος, ον) (για διαφορές) αυτός που μπορεί να επιλυθεί με διαιτησία, αυτός που επιδέχεται διαιτησία αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διαιτητή ή στη διαιτησία. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότερη θεωρείται η απευθείας παραγωγή τού επιθ. από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”